κοσμάρχης

κοσμάρχης
κοσμ-άρχης, ου, ,
A governor of the universe, Dam.Pr.132.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κοσμάρχης — κοσμάρχης, ὁ (Α) ο άρχοντας τού κόσμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + άρχης (< ἄρχω), πρβλ. δασ άρχης, νομ άρχης] …   Dictionary of Greek

  • κοσμάρχης — governor of the universe masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμ(ο)- — (ΑM κοσμ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που δηλώνει: 1. το σύνολο τών ανθρώπων, την οικουμένη (πρβλ. κοσμοκράτης, κοσμοξακουσμένος): 2. την επίγεια ζωή (πρβλ. κοσμόβιος, κοσμοκαλόγερος) 3. το σύμπαν, το στερέωμα, το διάστημα (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”